fbicon

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Bezoek ook: www.woordenlijstnieuwgrieks.nl
Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis
Bezoek ook: www.woordenlijstnieuwgrieks.nl

©

 
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwRege/PassVoltPart1eCjqqqM>

Passivum, voltooid deelwoord, 1e conjugatie


Passieve tweede stam op-θ-, deelwoord op -μένος
passieve tweede stam op-ευτ-, deelwoord op -εμένος
passieve tweede stam op-ευτ-, deelwoord op -ευμένος
passieve tweede stam op-αυτ-, deelwoord op -αυμένος
passieve tweede stam op--, deelwoord op -υμένος

 

  actief passief 2e stam actief 2e stam passief voltooid deelwoord  
  πληρώνω πληρώνομαι πληρωσ- πληρωθ- πληρωμένος betaald
  ανακατεύω ανακατεύομαι ανακατεψ- ανακατευτ- ανακατεμένος betrokken (bij)
  απαγορεύω απαγορεύομαι απαγορευσ- απαγορευτ- απαγορευμένος verboden
  αναπαύω αναπαύομαι αναπαυσ- αναπαυτ- αναπαυμένος gerust
  μεγεθύνω μεγεθύνομαι μεγεθυν- μεγεθυνθ- μεγεθύμενος vergroot
             
geen activum - λυπάμαι - λυπηθ- λυπημένος bedroefd
geen passivum αρρωσταίνω - αρρωστησ- - αρρωστημένος ziek, pervers
reduplicatie μονώνω μονώνομαι μονωσ- μονωθ- μεμονωμένος geïsoleerd
perf.augm. -ε- σταυρώνω σταυρώνομαι σταυρωσ- σταυρωθ εσταυρωμένος gekruisigd
perf.augm. -η- ενώνω ενώνομαι ενωσ- ενωθ- ηνωμένος verenigd


Op deze wijze gaan ook:

deelwoord op actief passief 2e stam actief 2e stam passief voltooid deelwoord  
-μένος πληρώνω πληρώνομαι πληρωσ- πληρωθ- πληρωμένος betaald
  ανασταίνω ανασταίνομαι αναστησ- αναστηθ- αναστημένος herrezen
  αυξάνω αυξάνομαι αυξησ- αυξηθ- αυξημένος vermeerderd
  ντύνω ντύνομαι ντυσ- ντυθ- ντυμένος gekleed
  χάνω χάνομαι χασ- χαθ- χαμένος verloren
  ζεσταίνω ζεσταίνομαι ζεστασ- ζεσταθ- ζεσταμένος verwarmd
-εμένος μπερδεύω μπερδεύομαι μπερδεψ- πμερδευτ- μπερδεμένος verward
  παντρεύω παντρεύομαι παντρεψ- παντρευτ- παντρεμένος getrouwd
  γιατρεύω γιατρεύομαι γιατρεψ- γιατρευτ- γιατρεμένος genezen
  κουρέυω κουρεύομαι κουρεψ- κουρευτ- κουρεμένος geknipt
  μαγειρεύω μαγειρεύομαι μαγειρεψ- μαγειρευτ- μαγειρεμένος gekookt
  μαζεύω μαζεύομαι μαζεψ- μαζευτ- μαζεμένος verzameld
  ξοδεύω ξοδεύομαι ξοδεψ- ξοδευτ- ξοδεμένος uitgegeven
  παγιδεύω παγιδεύομαι παγιδεψ- παγιδευτ- παγιδεμένος in de val gelokt
  φυτεύω φυτεύομαι φυτεψ- φυτευτ- φυτεμένος geplant
-ευμένος αλιεύω αλιεύομαι αλιευσ- αλιευτ- αλιευμένος gevist
  απογοητεύω απογοητεύομαι απογοητευς- απογοητευτ- απογοητευμένος teleurgesteld
  βραβεύω βραβεύομαι βραβευσ- βραβευτ- βραβευμένος bekroond
  γενικεύω γενικεύομαι γενικευσ- γενικευτ- γενικευμένος gegeneraliseerd
  δημεύω δημεύομαι δημευσ- δημευτ- δημευμένος geconfisceerd
  δημοσιεύω δημοσιεύομαι δημοσιευσ- δημοσιευτ- δημοσιευμένος gepubliceerd
  εκπαιδεύω εκπαιδεύομαι εκπαιδευσ- εκπαιδευτ- εκπαιδευμένος opgeleid
  εκτοξεύω εκτοξεύομαι εκτοξευσ- εκτοξευτ- εκτοξευμένος afgeschoten
  επιστρατεύω επιστρατεύομαι επιστρατευσ- επιστρατευτ- επιστρατευμένος gemobiliseerd
  ερμηνεύω ερμηνεύομαι εμηνευσ- ερμηνευτ- ερμηνευμένος geïnterpreteerd
  εξολοθρεύω εξολοθρεύομαι εξολοθρευσ- εξολοθρευτ- εξολοθρευμένος uitgeroeid
  θεραπεύω θεραπεύομαι θεραπευσ- θεραπευτ- θεραπευμένος genezen
  κολακεύω κολακεύομαι κολακευσ- κολακευτ- κολακευμένος gevleid
  μεταμοσχεύω μεταμοσχεύομαι μεταμοσχευσ- μεταμοσχευτ- μεταμοσχευμένος getransplanteerd
  υπαγορεύω υπαγορεύομαι υπαγρευσ- υπαγορευτ- υπαγορευμένος gedicteerd
  υπονομεύω υπονομεύομαι υπονομευσ- υπονομευτ- υπονομευμένος ondermijnd
  φυγαδεύω φυγαδεύομαι γυγαδευσ- φυγαδευτ- φυγαδευμένος geholpen te ontsnappen
-υμενος οξύνω οξύνομαι οξυν- οξυνθ- οξυμένος verscherpt
  αμβλύνω αμβλύνομαι αμβλυν- αμβλυνθ- αμβλυμένος afgestompt
-αυμένος            
geen activum - ερωτεύομαι - ερωτευτ- ερωτευμένος verliefd
geen passivum ζηλεύω - ζηλεψ- - ζηλεμένος benijd
  θυμώνω - θυμωσ- - θυμωμένος boos
  μαθαίνω - μαθ- - μαθημένος gewend (om)
  πετυχαίνω - πετυχ- - πετυχημένος geslaagd
  ταξιδεύω - ταξιδεψ- - ταξιδεμένος bereisd
reduplicatie παλαιώνω παλαιώνομαι παλαιωσ- παλαιωθ- πεπαλαιωμένος verouderd
  τείνω - τειν- - τεταμένος gespannen
  δηλώνω δηλώνομαι δηλωσ- δηλωθ- (δε)δηλωμένος verklaard
  διαδίδω διαδίδομαι διαδωσ- διαδοθ- διαδεδομένος verbreid
  διακρίνω διακρίνομαι διακριν- διακριθ- διακεκριμένος vooraanstaand
  - εκτείνομαι - εκταθ- εκτεταμένος uitgestrekt
  παρατείνω παρατείνομαι παρατειν- παραταθ- παρατεταμένος langdurig
  προσβάλλω προσβάλλομαι προσβαλ- προσβληθ- προσβεβλημένος aangetast
  συγκρίνω συγκρίνομαι συγκριν- συγκριθ- συγκεκριμένος specifiek
  συνδέω συνδέομαι συδεσ- συνδεθ- συν(δε)δεμένος verbonden
  επιβάλλω επιβάλλομαι επιβαλ- επιβληθ- επιβεβλημένος opgelegd
  συγχέω συγχέομαι - - συγκεχυμένος verward
  μονώνω μονώνομαι μονωσ- μονωθ- μεμωνομένος geïsoleerd (fig)
perf.augm. -ε- σταυρώνω σταυρώνομαι σταυρωσ- σταυρωθ- εσταυρωμένος gekruisigd
  σφάλλω - σφαλ- - εσφαλμένος fout
  αποστέλλω αποστέλλομαι αποστειλ- αποσταλ- απεσταλμένος afgevaardigd
  συστέλλω συστέλλομαι συστειλ- συσταλ- συνεσταλμένος verlegen
  διασπείρω διασπείρομαι διασπαρ- διασπαρ- διεσπαρμένος verspreid
perf.augm. -η- αυξάνω αυξάνομαι αυξησ- αυξηθ- ηυξημένος toegenomen
  ενώνω ενώνομαι ενωσ- ενωθ- ηνωμένος verenigd
  - (παροίχομαι) - - παρωχημένος verleden
  - επαίρομαι - επηρθ- επηρμένος arrogant

αυξάνω heeft een tweede voltooid deelwoord zonder perfectum augment: αυξημένος - vermeerderd
νεώνω heeft een tweede voltooid deelwoord zonder perfectum augment: ενωμένος - verenigd
ήνωμένος wordt alleen gebruikt in vaste uitdrukkingen, zoals: οι Ηνωμένες Πολιτείες - de Verenigde Staten, τα Ηνωμένα Έθνη - de Verenigde Naties, το Ηνωμένο Βασίλειο - het Verenigd Koninkrijk
μονώνω heeft een tweede voltooid deelwoord zonder perfectum augment: μονωμένος - geϊsoleerd (lett)
σταυρώνω heeft een tweede voltooid deelwoord zonder perfectum augment: σταυρωμένος: gekruist

<βρ>

Onregelmatig:

  actief passief 2e stam actief 2e stam passief voltooid deelwoord  
  συγχέω συγχέομαι συγχυσ- συγχυθ- συγκεχυμένος verward
  αποθαρρύνω αποθαρρύνομαι αποθαρρυν- αποθαρρυνυ- αποθαρρημένος ontmoedigd
geen activum - γίνομαι - γιν- γινωμένος rijp (van fruit)
reduplicatie εκθέτω εκτίθεμαι εκθεσ- εκτεθ- εκτεθειμένος tentoongesteld
  διαθέτω διατίθεμαι διαθεσ- διατεθ- διατεθειμένος bereid
  επιβαρύνω επιβαρύνομαι απιβαρυν- επιβαρυνθ- επι(βε)βαρημένος belast (fiscaal)
perf.augm. -η- θέλω - θελησ-   ηθελημένος opzettelijk

 

Nb. Diverse voltooide deelwoorden worden als zelfstandig naamwoord gebruikt.

το υποκείμενο het onderwerp
το γινόμενο het (rekenkundig) product
ο διαμαρτυρόμενος de protestant
η δεξαμενή de tank, reservoir
το δεδομένο het gegeven

 

 

 

 

 

© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
  
 

Semantiek:
Betekenisleer

l

Syntaxis
Zinsleer

l

Morfologie
Vormleer

l

Alfabet

l

Fonologie

     

*

*

*

*

   

+

+

De bovenstaande zwarte sterren geven van elke pagina het niveau aan.

De pagina's van niveau **** bespreken steeds een specifieke combinatie van actief/passief, 1e/2e stam, 1e/2e conjugatie, wijze en tijd.
De verwijzingen in de (één na) onderste keuzebalk zijn zo opgebouwd dat deze verwijzen naar een pagina waarvan (zo mogelijk) alleen de gekozen parameter is gewijzigd.
Bijvoorbeeld: op de pagina 'activum, 1e stam, praesens, 1e conjugatie, type A' heeft aanklikken van de link '2e conj' tot gevolg dat de pagina 'activum, 1e stam, praesens, 2e conjugatie, type A1' verschijnt (wijziging van type A naar type A1 vindt plaats omdat A1 het eerste type van de 2e conjugatie is).